εξαργύρωση

εξαργύρωση
η
η μετατροπή ακινήτων ή τίτλων σε χρήματα, η ρευστοποίησή τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαργύρωση — η [εξαργυρώνω] μετατροπή ακινήτων ή τίτλων σε χρήμα, εκποίηση, ρευστοποίηση («εξαργύρωση επιταγής, ομολογίας, λαχείου» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • χαρτονόμισμα — Oνομάζεται το εκδιδόμενο είτε απευθείας από το κράτος, είτε σε τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την εκδοτική τράπεζα στα οποία ο νόμος προσδίδει την ιδιότητα του νόμιμου νομίσματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων …   Dictionary of Greek

  • εξαργυρώσιμος — η, ο [εξαργύρωση] αυτός που μπορεί να ανταλλαχθεί με χρήματα, που μπορεί να εκποιηθεί και να μεταβληθεί σε ρευστό χρήμα, ο δεκτικός εξαργυρώσεως …   Dictionary of Greek

  • λικιντάρισμα — το [λικιντάρω] (διαλ.) ρευστοποίηση κινητών αξιών ή ακίνητης περιουσίας, εξαργύρωση …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”